αμόνω

αμόνω
και αμώνω
ομνύω, ομώνω, ορκίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμόνω < ομόνω, μεταπλασμένος τ. τού ὀμνύω από τον αόρ. και μέλλ. ὤμοσα, ὀμόσω
γι' αυτό και η γραφή με -ο-(αμόνω). Η γραφή τού ρήματος ως αμώνω αναλογικά προς τα πολλά ρ. σε -ώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμόνω — βλ. ομόνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμώνω — (I) ομόνω, ορκίζομαι, βλ. αμόνω. (II) ξαμώνω, τεντώνω το χέρι να φθάσω κάτι, βλ. ξαμώνω …   Dictionary of Greek

  • (ο)μόνω — έμοσα, ορκίζομαι, αλλ. αμόνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”